-
1 ευσταλης
21) хорошо снаряженный(στόλος Aesch.)
2) (тж. εὐ. τῇ ὁπλίσει Thuc.) легко вооруженный(σώματα τῶν Γαλατῶν Plut.)
3) хорошо сидящий в седле(ἱππεύς Xen.)
4) легкий, подвижной(σῶμα Plut. - ср. 2)
5) легкий, нетяжелый(εὐ. τὸν ὄγκον Plut.)
6) легкий, благополучный(πλοῦς Soph.)
7) (тж. εὐ. τὸ σχῆμα Luc.) чинный, благовоспитанный(ἀνήρ Plat.)
8) правильный, нормальный(ὑστέρα Arst.)
См. также в других словарях:
Σισεβούθος — Βασιλιάς των Βησιγότθων στην Ισπανία, αυλικός και διάδοχος του βασιλιά Γουνδεμάρ. Πολέμησε με επιτυχία εναντίον των Βάσκων και των Αστούριων και αφού έδιωξε τους Βυζαντινούς από τις Ηράκλειες στήλες ως τη Βαλεντία, υπόγραψε συνθήκη ειρήνης με τον … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek